- βοοσκόπος
- βοο-σκόπος, ον,A looking after oxen, Nonn.D.31.225 ([full] βόοσκος, Hsch. may be f.l. for this word).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοοσκόπος — βοοσκόπος, ον (Α) αυτός που προσέχει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + σκοπος < σκοπός «αυτός που κατοπτεύει, παρατηρεί, παρακολουθεί με προσοχή»] … Dictionary of Greek
βοοσκόπος — looking after oxen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοοσκόπον — βοοσκόπος looking after oxen masc/fem acc sg βοοσκόπος looking after oxen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek